- στροβητος
- στροβητός3[adj. verb. к στροβέω См. στροβεω] вращаемый, кружимый
(τροχῷ Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τροχῷ Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
στροβητός — ή, όν, Α [στροβῶ] στριμμένος, στριφτός. επίρρ... στροβητῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «τεταραγμένως « … Dictionary of Greek
στροβητόν — στροβητός wheeled round masc acc sg στροβητός wheeled round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροβητή — στροβητός wheeled round fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροβητῶς — στροβητός wheeled round adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)